- περικαλυφή
- ἡ, Α [περικαλύπτω]κάλυψη από παντού, περικάλυψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικαλυφῇ — περικαλύπτω cover all round aor subj pass 3rd sg περικαλυφή wrapping fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… … Dictionary of Greek